μεταξοκλωστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταξοκλωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταξοκλωστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταξοκλωστική θηλυκό
- η κατασκευή μεταξένιων νημάτων και η σχετική τέχνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μεταξοκλωστικός
- → δείτε τις λέξεις μετάξι, κλωστή και κλώθω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταξοκλωστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεταξοκλωστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταξοκλωστικός