μεταξωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεταξωτά | ||
γενική | των | μεταξωτών | ||
αιτιατική | τα | μεταξωτά | ||
κλητική | μεταξωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταξωτά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεταξωτός < ελληνιστική κοινή μεταξωτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταξωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταξωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεταξωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταξωτός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)