μεταστρέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταστρέφω < μετά + στρέφω

μεταστρέφω

  • αλλάζω τη γνώμη κάποιου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]