μεταχειρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταχειρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταχειρίζομαι
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταχειρισμένος, -η, -ο
- που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, που δεν είναι καινούργιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι και χέρι