μετεμψύχωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετεμψύχωση | οι | μετεμψυχώσεις |
γενική | της | μετεμψύχωσης* | των | μετεμψυχώσεων |
αιτιατική | τη | μετεμψύχωση | τις | μετεμψυχώσεις |
κλητική | μετεμψύχωση | μετεμψυχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεμψυχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετεμψύχωση < ελληνιστική κοινή μετεμψύχωσις < μετεμψυχοῦμαι < αρχαία ελληνική ψυχή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετεμψύχωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετεμψυχώνομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Metempsychosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετεμψύχωση