μετουσίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετουσίωση | οι | μετουσιώσεις |
γενική | της | μετουσίωσης* | των | μετουσιώσεων |
αιτιατική | τη | μετουσίωση | τις | μετουσιώσεις |
κλητική | μετουσίωση | μετουσιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετουσιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετουσίωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μετουσίωσις < μετουσιώνω < μετά + ουσία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.tuˈsi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐του‐σί‐ω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετουσίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετουσιώνω
- (κυριολεκτικά) το άλλαγμα της ουσίας ενός πράγματος, η αλλαγή της υπόστασής του
- (χημεία) το φαινόμενο της διάσπασης των δεσμών, στη δευτεροταγή, τριτοταγή ή τεταρτοταγή δομή χωρίς αλλαγές στην πρωτοταγή δομή
- (χριστιανισμός) η μετατροπή του άρτου και του οίνου της Θείας Ευχαριστίας σε σώμα και αίμα Χριστού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μετουσιώνω, μετά και ουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(κυριολετκική σημασία)
(στη χημεία)
(θρηστκευτικός όρος)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)