μηδέν άγαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδέν άγαν < αρχαία ελληνική μηδέν ἄγαν < μηδέν + ἄγαν
Έκφραση[επεξεργασία]
μηδέν άγαν
- (λόγιο) (μην κάνεις) τίποτα το υπερβολικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το γνωμικό αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο: «ἦν Λακεδαιμόνιος Χίλων σοφός, ὃς τάδ' ἔλεξε: μηδὲν ἄγαν», Διογένης ο Λαέρτιος, Βίοι, 1, 41, 4)