μηδενιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδενιστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nihiliste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηδενιστής αρσενικό, μηδενίστρια θηλυκό
- ο οπαδός του μηδενισμού