μικρόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρόφωνος, -η, -ον
- που έχει αδύναμη φωνή[1]
- ※ κήρυξ μικρόφωνος (Ησύχιος, τόμος 3, σελ. 155 στην έκδοση F. Maukii, 1861 [2])
- ※ (καθαρεύουσα) διά της καθαράς όμως έναρθρώσεως δύναται και ο μικρόφωνος να ακούηται μακρότερα του απλώς μεγαλοφώνου (Νεόφυτος Βάμβας, 1856, σελ. 379 [3])
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)