μικρόψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μικρόψυχος < μικρό- + ψυχ(ή) + -ος, αναλύεται μικρό- + -ψυχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈkɾo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐ψυ‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρόψυχος, -η, -ο
- που δεν έχει υψηλό ηθικό ανάστημα και ανωτερότητα
- ≈ συνώνυμα: ευτελής, ποταπός
- ≠ αντώνυμα: αξιοπρεπής, γενναιόψυχος
- (ειδικότερα) που δείχνει δειλία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόψυχος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μικρόψυχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μικρόψυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψυχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρό- (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)