μιλιταρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιλιταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική militarisme[1] < λατινικά militaris < miles
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιλιταρισμός αρσενικό
- η διακυβέρνηση της χώρας από στρατιωτικούς, είτε απ' ευθείας είτε παρασκηνιακά
- η παρέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα
- η επικράτηση νοοτροπίας και σκέψης που έχει μεγάλη σχέση με το στρατό και τα στρατιωτικά πράγματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μιλιταρισμός
- ↑ μιλιταρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας