μινιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μινιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική mignon[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

μινιόν άκλιτο

  1. πολύ μικρός σε μέγεθος, μικρούτσικος
  2. (για λάμπες) μικρότερος από το κλασικό μέγεθος και με στενότερη βάση
  3. (για πρόσωπα) λεπτοκαμωμένος και χαριτωμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]