μιξάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιξάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική mixage [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιξάζ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογίαμ κινηματογράφος, τηλεόραση, βίντεο) η τεχνική εργασία της μείξης ήχου και εικόνας
- ※ Στο μιξάζ δουλεύουμε πρώτα με τις πρόζες, μετά με τις πρόζες και τους ήχους, μετά με τις πρόζες τους ήχους και τις ατμόσφαιρες, τέλος τις πρόζες τους ήχους τις ατμόσφαιρες και τη μουσική. (Περικλής Χούρσογλου, ΣΤΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: H δουλειά του σκηνοθέτη απ’ το σενάριο ως την τελική κόπια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μιξάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)