μισάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μισάνθρωπος < αρχαία ελληνική μισάνθρωπος < μισ- (< μισῶ) + άνθρωπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈsan.θɾo.pos/
Επίθετο[επεξεργασία]
μισάνθρωπος -η -ο
- για πρόσωπο που μισεί να συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους
- για πρόσωπο εσωστρεφές που αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές
- για συμπεριφορά που χαρακτηρίζει ένα τέτοιο άτομο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισάνθρωπος αρσενικό
- αυτός που μισεί να συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους
- εσωστρεφές πρόσωπο που αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισάνθρωπος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μισ- από το μισώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)