μισσιονάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισσιονάριος < μη απλοποιημένο λόγιο δάνειο από τη λατινική missionarius
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.si.oˈna.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μισ‐σι‐ο‐νά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισσιονάριος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισσιονάριος
→ δείτε τη λέξη ιεραπόστολος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)