μιστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μιστά | ||
γενική | των | μιστών | ||
αιτιατική | τα | μιστά | ||
κλητική | μιστά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μισθός
- ※
- κος διευθυντής (Γιάννης Μιχαλόπουλος): «Όταν εσείς πηγαίνετε κινηματογράφο για ψυχαγωγία....»
- Ξένη (Σαπφώ Νοταρά): «Δεν πάμε..., δεν φτάνουνε τα μιστά»
- Αχ! Αυτή η γυναίκα μου (ελληνική ταινία 1967)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιστά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)