μοιάσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοιάσιμο < μοιάζω (αόριστος: έμοιασα) + -ιμο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοιάσιμο ουδέτερο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μοιάσιμο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοιάσιμο
|