μοιρολατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιρολατρικός < μοιρολατρία / μοιρολάτρης + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ɾo.la.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μοι‐ρο‐λα‐τρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μοιρολατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη μοιρολατρία ή τον μοιρολάτρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μοιρολάτρης