μοιρολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιρολογώ < (ελληνιστική κοινή) μοιρολογῶ < μοῖρα + λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ɾo.loˈɣo/
Ρήμα[επεξεργασία]
μοιρολογώ
- λέω θρηνητικό τραγούδι για κάποιον που πέθανε
- (μεταφορικά) εκφράζω παράνονο ή δυσαρέσκεια με θρήνους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μοιρολόι