μονά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μονά | ||
γενική | των | μονών | ||
αιτιατική | τα | μονά | ||
κλητική | μονά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονός < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (προφορικό) οι μονοί αριθμοί
- τα αυτοκίνητα που ο αριθμός κυκλοφορίας τους λήγει σε 1, 3, 5, 7, 9 και που κυκλοφορούν τις μονές μέρες του μήνα σε κάποιες περιοχές
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μονά ζυγά δικά σου: σε κάθε περίπτωση θες να κερδίσεις
- παίζω (κάτι) μονά ζυγά: θέτω κάτι σε διακινδύνευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μονά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μονός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)