μονομεταλλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονομεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monométallisme < αρχαία ελληνική μόνος + μέταλλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονομεταλλισμός αρσενικό
- (οικονομία) το νομισματικό σύστημα που βασίζεται στη χρήση / τιμή ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου (χρυσός, ασήμι κ.λπ.) ως προτύπου νομισματικής αξίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονομεταλλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)