μονοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοπρόσωπος < ελληνιστική κοινή μονοπρόσωπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.noˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοπρόσωπος, -η, -ο
- που αποτελείται από ή σχετίζεται με ένα πρόσωπο
- ※ Ωφελούμενα δύναται να είναι νοικοκυριά, μονοπρόσωπα ή πολυπρόσωπα, ενώ συμπεριλαμβάνονται και τα φιλοξενούμενα άτομα, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας του 2016, τα οποία δεν έχουν ίδιο δικαίωμα στην καταβολή κοινωνικού μερίσματος και προσμετρούνται υποχρεωτικά στη φιλοξενούσα οικογένεια. (Ρούλα Σαλούρου, Ποιοι δικαιούνται κοινωνικό μέρισμα και τι ποσό θα λάβουν, Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 2017)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοπρόσωπος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοπρόσωπος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μονο- + πρόσωπος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοπρόσωπος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή)
- που έχει μόνο ένα πρόσωπο (και στη γραμματική)
- που αφορά ένα άτομο ή χαρακτήρα
Πηγές[επεξεργασία]
- μονοπρόσωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)