μονοπύρηνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοπύρηνος < → δείτε τις λέξεις μονο- και πυρήνας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική single-core
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοπύρηνος, -η, -ο
- που έχει έναν πυρήνα
- ↪ (υλικό υπολογιστή) single-core: επεξεργαστής (ΚΜΕ) με έναν πυρήνα
- ※ Στο μέσο χόριο , παρατηρήθηκαν οζώδεις διηθήσεις από ουδετερόφιλα , μακροφάγα και άλλα μονοπύρηνα κύτταρα καθώς και ελεύθερα στελέχη των τριχών στο κέντρο τους σε περιοχή με ρήξη του θυλάκου των τριχών (Δελτίον της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας, τόμος 59, σελ. 67, 2008)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)