μοντέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική monteur < montage

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοντέρ αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]