μονόζυγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόζυγο | τα | μονόζυγα |
γενική | του | μονόζυγου | των | μονόζυγων |
αιτιατική | το | μονόζυγο | τα | μονόζυγα |
κλητική | μονόζυγο | μονόζυγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.zi.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐ζυ‐γο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόζυγο ουδέτερο
- όργανο γυμναστικής με δύο κάθετες στο έδαφος ή το δάπεδο ράβδους, που στηρίζουν μία οριζόντια, απ’ την οποία πιάνεται με τα χέρια ο αθλητής ή αθλούμενος και κάνει έλξεις ή άλλες ασκήσεις
- (αθλητισμός) το σχετικό άθλημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
και
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόζυγο