μονόκωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόκωπος < αρχαία ελληνική μονόκωπος < μόνος + κώπη
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόκωπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόκωπος
|