μονότονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονότονος < ελληνιστική κοινή μονότονος < μονο- + αρχαία ελληνική τόνος < τείνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική monotone)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.to.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /moˈno.to.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /moˈno.to.no/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μονότονος, -η, -ο
- (μουσική) που συνίσταται από ένα επαναλαμβανόμενο ηχητικό τόνο
- (μεταφορικά) που δε χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αλλά από επαναλαμβανόμενα στοιχεία κι, επομένως, προκαλεί ανία και πλήξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)