μονότοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονότοξος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει ένα τόξο, μία καμάρα, δηλαδή μια κατασκευή με σχήμα καμπύλο, που μοιάζει με του τόξου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονότοξος
|