μορμόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μορμόνος | οι | μορμόνοι |
γενική | του | μορμόνου | των | μορμόνων |
αιτιατική | τον | μορμόνο | τους | μορμόνους |
κλητική | μορμόνε | μορμόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορμόνος < μορμονισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορμόνος αρσενικό
- ο οπαδός του μορμονισμού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μορμόνοι στη Βικιπαίδεια