μοσκόμαγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοσκόμαγκας < μοσχόμαγκας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοσκόμαγκας αρσενικό
- (αργκό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μοσχόμαγκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοσκόμαγκας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)