μοτίφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοτίφ ουδέτερο άκλιτο
- επαναλαμβανόμενο σχέδιο διακόσμησης, ή ύφανσης
- θραύσμα πολύτιμου λίθου που φέρεται σε κόσμημα