μουαρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουαρέ < γαλλική moiré

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουαρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τυπογραφία) το ανεπιθύμητο σχέδιο που μοιάζει με τούλι και σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας ή μεγέθους ράστερ, για την αναπαραγωγή σε φιλμ, αντιγράφου ήδη εκτυπωμένου με ράστερ
    ταυτόσημα: ψάθα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]