μουνοπαγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουνοπαγίδα θηλυκό
- (αργκό, μειωτικό) καταστάσεις ή πράγματα που τραβούν τις γυναίκες με σκοπό την ερωτική συνεύρεση
- τα ακριβά αυτοκίνητα είναι μουνοπαγίδες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουνοπαγίδα