μουσαντά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσαντά: πληθυντικός του μουσαντό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mu.saˈda/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σα‐ντά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μουσαντά
- (αργκό, καλιαρντά) στα ψέματα
- ※ «θα βαστάς μπουζούκι, στα μουσαντά, μουσαντένιο» (ταινία Διπλοπενιές, 1965, Εταιρία παραγωγής: Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσαντά
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μουσαντά ουδέτερο
- (αργκό, καλιαρντά) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μουσαντό
- ※ «Είσαι καλά, ρε Χριστίνα;» τη ρώτησε σοβαρός ο Σταύρος. Η Χριστίνα και πάλι αποφάσισε να πει τη μισή αλήθεια και μισό μουσαντά. (Μη μου λες αντίο, Αναστασία Καλλιοντζή, Εκδ. Μεταίχμιο, 2016 books.google)