μούργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μούργος | οι | μούργοι |
γενική | του | μούργου | των | μούργων |
αιτιατική | τον | μούργο | τους | μούργους |
κλητική | μούργο & μούργε |
μούργοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μούργος < μούργα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- μούργος αρσενικό
- μεγάλο, συνήθως σκουρόχρωμο, σκυλί των βοσκών
- Ο τσοπάνης έδωσε μια κλωτσιά στα πισινά του μούργου
- άνθρωπος άξεστος, απότομος. Η λέξη χρησιμοποιείται υβριστικά ή ειρωνικά
- Καλά, ρε μούργο, πού πήγες και βρόμισες έτσι;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μούργος