μπήξιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπήξιμο τα μπηξίματα
      γενική του μπηξίματος των μπηξιμάτων
    αιτιατική το μπήξιμο τα μπηξίματα
     κλητική μπήξιμο μπηξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπήξιμο < μπήγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπήξιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπήγω (με την κυριολεκτική ή τη μεταφορική του έννοια)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]