μπαίγνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαίγνιο | τα | μπαίγνια |
γενική | του | μπαίγνιου | των | μπαίγνιων |
αιτιατική | το | μπαίγνιο | τα | μπαίγνια |
κλητική | μπαίγνιο | μπαίγνια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαίγνιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαίγνιον < *ἐμπαίγνιον < αρχαία ελληνική ἐμπαίζω σύμφωνα με το σχηματισμό παίζω > παίγνιον[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbe.ɣni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαί‐γνι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαίγνιο ουδέτερο
- (οικείο, για άτομα) που είναι αντικείμενο κοροϊδίας για το χαρακτήρα τους, που ρεζιλεύονται και εμπαίζονται
- ※ –[...]Μπαίγνιο είσαι στα χέρια της!
- 1956, Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος
- ≈ συνώνυμα: περίγελος, περίγελως
- ※ –[...]Μπαίγνιο είσαι στα χέρια της!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαίγνιο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μπαίγνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)