μπακλαβαδωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μπακλαβαδωτός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) αυτός που φέρει ρομβοειδείς χαράξεις, ή εξοχές
- ↪ μπακλαβαδωτή λαμαρίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακλαβαδωτός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται λεξικό ναυτικών όρων)