μπαρουτάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρουτάδικο < μπαρούτ(ι) + -άδικο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.ɾuˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ρου‐τά‐δι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρουτάδικο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπαρούτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαρουτάδικο
|