μπασταρδάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασταρδάκος οι μπασταρδάκοι
      γενική του μπασταρδάκου των μπασταρδάκων
    αιτιατική τον μπασταρδάκο τους μπασταρδάκους
     κλητική μπασταρδάκο μπασταρδάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπασταρδάκος < μπάσταρδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπασταρδάκος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπάσταρδος