μπετά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μπετά | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | μπετά | ||
κλητική | μπετά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπετά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (προφορικό) το στάδιο οικοδόμησης ενός κτίσματος, κατά το οποίο κατασκευάζεται ο σκελετός του με μπετόν
- → δείτε και τη λέξη σκελετά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μπετά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπετό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)