μπιστοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιστοσύνη | ||
γενική | της | μπιστοσύνης | ||
αιτιατική | την | μπιστοσύνη | ||
κλητική | μπιστοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιστοσύνη < (ε)μπιστοσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιστοσύνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του εμπιστοσύνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιστοσύνη
→ δείτε τη λέξη εμπιστοσύνη |