μπλοκάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλοκάζ < γαλλική blocage, μπλοκάρισμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπλοκάζ ουδέτερο άκλιτο

  • εξάρτημα γρήγορης σύσφιξης του άξονα τροχού ενός ποδηλάτου, επιτρέποντας έτσι τη γρήγορη αλλαγή του

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]