μπλοκάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλοκάζ < γαλλική blocage, μπλοκάρισμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλοκάζ ουδέτερο άκλιτο
μπλοκάζ ουδέτερο άκλιτο