μπλούζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπλούζα οι μπλούζες
      γενική της μπλούζας
    αιτιατική την μπλούζα τις μπλούζες
     κλητική μπλούζα μπλούζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ασπρόμαυρη ριγέ μπλούζα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική blouse < αβέβαιης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπλούζα θηλυκό

  • (ενδυμασία) υφασμάτινο ελαφρύ ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]