μπουλούκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπουλούκος < (άμεσο δάνειο) τουρκική bolluk (αφθονία). Διαφορετικό το μπουλούκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουλούκος αρσενικό
- στρουμπουλός, παχουλός, ιδιαίτερα στο πρόσωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπουλούκος
|