μπουρλέσκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουρλέσκο | ||
γενική | του | μπουρλέσκου | ||
αιτιατική | το | μπουρλέσκο | ||
κλητική | μπουρλέσκο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρλέσκο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- άλλη μορφή του μπουρλέσκ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουρλέσκο
|