μπουρλότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουρλότο < παλαιά ιταλική burlotto[1] / βενετική burloto[1] < γαλλική brûlot < brûler < φραγκική *brōjan (καίω) < πρωτογερμανική *brōaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bʰrew- (βράζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρλότο ουδέτερο
- μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην ανάφλεξη εχθρικών πλοίων
- τεχνικό παιχνίδι τράπουλας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 μπουρλότο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)