μπόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπόγος | οι | μπόγοι |
γενική | του | μπόγου | των | μπόγων |
αιτιατική | τον | μπόγο | τους | μπόγους |
κλητική | μπόγε | μπόγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπόγος < (άμεσο δάνειο) τουρκική bog
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόγος αρσενικό
- δέμα με διάφορα πράγματα (ρούχα, υφάσματα κ.λπ.)
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός ασουλούπωτου και χοντρού ανθρώπου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)