μυώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυῶ, συνηρημένος τύπος του μυέω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]μυώ, αόρ.: μύησα, παθ.φωνή: μυούμαι, π.αόρ.: μυήθηκα, μτχ.π.π.: μυημένος
- εισάγω κάποιον σε μια νέα θρησκεία, δοξασία ή αίρεση, αποκαλύπτοντας σταδιακά το τελετουργικό και το βαθύτερο νόημά της
- αποκαλύπτω σε κάποιον τις αρχές και τους σκοπούς μιας μυστικής οργάνωσης, για να τον κάνω μέλος της
- ↪ ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία
- (μεταφορικά) διδάσκω σε κάποιον τα μυστικά ενός επαγγέλματος, μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μυώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)