μόκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόκο < ίσως από παλιές (μη υφιστάμενες πλέον) έννοιες των ιταλικών λέξεων moccio (βουβός) ή moco (τίποτα)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
μόκο
- (αργκό) σκασμός!, σιωπή!, βούλωσ' το!
- 'Μόκο τώρα!΄ ή Κάνε μόκο!